- λουτροχόους
- λουτροχόοςpouring water into the bathmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λουτροχόος — λουτροχόος, επικ. τ. λοετροχόος, δωρ. τ. λωτροχόος, ον (Α) 1. αυτός που χύνει νερό για λούσιμο 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ λουτροχόος δούλος που είχε ως έργο να ετοιμάζει το λουτρό («οἰνοχόους καὶ λουτροχόους», Ξεν.) 3. φρ. «λοετροχόος… … Dictionary of Greek